θεολογικῶς

θεολογικῶς
θεολογικός
theological
adverbial

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θεολογικός — ή, ό (AM θεολογικός, ή, όν) [θεολόγος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεολογία (α. «θεολογική συζήτηση» β. «θεολογική φιλοσοφία», Αριστοτ.). επίρρ... θεολογικώς και ά (AM θεολογικῶς) με θεολογικό τρόπο νεοελλ. μσν. σύμφωνα με τον τρόπο ή τις… …   Dictionary of Greek

  • HERCULES — I. HERCULES Fil. Uberti March. Ep. Augustae, a consiliis Carolo III. Sabaudiae Duci Obiit A. C. 1515. Ughel. T. IV. Ital. sacr. Franciscus August. in Hist. Chron. Ep. Pedemon. II. HERCULES ita vett. pro more solito fortes fere appellarunt. Sic… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θεηγορικός — θεηγορικός, ή, όν (Μ) [θεηγόρος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον θεηγόρο*. επίρρ... θεηγορικώς θεολογικώς …   Dictionary of Greek

  • θεηγόρος — θεηγόρος, ον (AM) 1. αυτός που μιλά, που πραγματεύεται για τον θεό 2. αυτός που εμπνέεται από τον θεό 3. αυτός που λέγεται ή λέχθηκε από τον θεό 3. το αρσ. ως ουσ. ό θεηγόρος ο θεολόγος. επίρρ... θεηγόρως θεολογικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”